παρακεντήσεις

παρακεντήσεις
παρακέντησις
tapping
fem nom/voc pl (attic epic)
παρακέντησις
tapping
fem nom/acc pl (attic)
παρακεντέω
pierce
aor subj act 2nd sg (epic)
παρακεντέω
pierce
fut ind act 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • τροκάρ — το, Ν ιατρ. όργανο κυλινδρικού οβελού τού οποίου η κορυφή έχει τρεις ακμές, είναι εφαρμοσμένο σε λαβή και περιέχεται μέσα σε κοίλη βελόνη και το οποίο χρησιμοποιείται για παρακεντήσεις ή για εισαγωγή ενδοσκοπικών οργάνων μέσα σε κοιλότητες τού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”